Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Παυλίνα Μπεχράκη “Το παλικαράκι του Ήλιου” (Μάθημα επιβίωσης)

«Το παλικαράκι του ήλιου» είναι ο τίτλος του καινούργιου βιβλίου της εικαστικού και λογοτέχνιδας κας Παυλίνας Μπεχράκη που από το 2007 εμφανίζεται επίσημα στο χώρο των γραμμάτων με 6 ποιητικές συλλογές μέχρι σήμερα. Οι προηγούμενες ποιητικές συλλογές της ήταν : Το 2007 παρουσίασε την ενότητα  με τίτλο «Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ», συνέχισε το 2009 με την  «ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ», το 2010  με την ποιητική συλλογή «ΠΗΛΙΝΟΙ ΘΕΟΙ», το 2011 με τον ποιητικό λόγο  «ΜΕ ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ », το 2012  με μια ποιητική ενότητα «ΕΝΑ ΡΥΑΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ», με θέμα και περιεχόμενο την πατρίδα μας. Ένα οδοιπορικό μέσα στο χρόνο. Μια αντίστιξη του λαμπρού και ηρωικού παρελθόντος της και του ταπεινωτικού σήμερα,  και το 2013 ένα ποιητικό αφιέρωμα στην Κύπρο μας, με τίτλο «ΕΠΙ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΤΩΝ ΗΛΩΝ», ένα οδοιπορικό μνήμης στην κομματιασμένη γη της. Το δασύφυλλο δένδρο της ποιητικής τέχνης της συγγραφέα βλάστησε το 2007, διακλαδώθηκε τα επόμενα χρόνια σε πολλούς κλάδους, που ο τελευταίος είναι το έβδομο βιβλίο, με τίτλο «Το παλικαράκι του ήλιου» και υπότιτλο μάθημα επιβίωσης . Αυτό είναι ένα ιστορικό κοινωνικό αφήγημα το οποίο αποτελεί μια αληθινή ιστορία και έχει κεντρικό ήρωα ένα μικρό δεκάχρονο αγόρι που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στη δραματική δεκαετία στην Ελλάδα του 1940 – 1950.
Όπως η ίδια αναφέρει στον πρόλογο της, μεταξύ άλλων, : «….. Εκείνη η μαύρη εποχή είναι γεμάτη με μαθήματα ψυχικής αντοχής, θάρρους, ηρωισμού, μικρών-μεγάλων, γύρω από τον πανικό του ίδιου θανάτου, του χάους, της πείνας». Η κα Μπεχράκη μεταφέρει σε μας με το νέο της πεζογράφημα ένα  μάθημα επιβίωσης, μια δική της προσωπική εμπειρία που αφορά ένα αγαπημένο της πρόσωπο.
Εάν θέλουμε να εμβαθύνουμε στο νόημα του ηρωικού 1940, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι όλα τα ιστορικά γεγονότα, καθώς ανήκουν στο χώρο του πνεύματος και γενικά στο χώρο της ελευθερίας του ανθρώπου, δεν κατανοούνται με γενικούς άκαμπτους νόμους, όπως εκείνοι που ισχύουν για τα φυσικά φαινόμενα, αλλά με μια εξατομικευμένη ανάλυση τους. Αυτό το σημαντικό ρόλο, στην κατανόηση του 1940, παίζει η εξατομικευμένη περίπτωση του μικρού Βλάσση που αναφέρεται στο βιβλίο.
Μέσα απ’ αυτήν την αφήγηση θέλει η συγγραφέας να δώσει το μήνυμα του ηρωισμού, της αυτοθυσίας και του αγώνα ενάντια στον εχθρό, να ‘δώσει ένα μάθημα για τα σημερινά παιδιά’ όπως τονίζει η ίδια, μια φωτεινή διδαχή, ένα ζωντανό παράδειγμα στην ανηφορική πορεία τους. Το βιβλίο χωρίζεται σε 10 μικρά κεφάλαια, συνολικά 100 περίπου σελίδων που διανθίζονται από ενδιαφέρον επίκαιρο φωτογραφικό υλικό από 38 φωτογραφίες.
Έχει γλώσσα απλή δημοτική, στρωτή και ομοιογενή ο λόγος της έχει ροή, μεστότητα, το ύφος της είναι λιτό. Οι περιγραφές των γεγονότων είναι απέρριτες, έχουν χαρακτήρα αφηγηματικό με ακρίβεια και σαφήνεια. Δεν υπάρχουν διάλογοι που θα μπορούσαν να έχουν μυθιστορηματική εξέλιξη. Οι κουβέντες των δρώντων προσώπων είναι συγκεκριμένες και εξυπηρετούν την αφήγηση. Δίνονται όμως οι χαρακτηρισμοί των ατόμων που σχετίζονται με τον κεντρικό ήρωα. Η συγγραφέας μας δίνει την δυνατότητα να κατανοούμε τις ψυχικές καταστάσεις, τις συγκινήσεις, τις εντάσεις τους. Με ουσιαστικό και διεισδυτικό λόγο κάνει καθαρότερη την ανθρωπιά των ηρώων του διηγήματος.
Ο μικρός Βλάσσης, το δεκάχρονο Ελληνόπουλο, θ’ αρχίσει να ζει τη φρίκη του πολέμου από τη στιγμή που θ’ αποχωριστεί τον πατέρα που φεύγει για το μέτωπο. Πρώτη περήφανη πράξη : προσπαθεί να κρύψει τα δάκρυα του. Νιώθει πως πρέπει να στηρίξει τη μητέρα και τ’ αδέρφια του. Δεν ξεχνά πως ο πατέρας του τον θεωρούσε πιο τολμηρό από τα αλλά παιδιά του.
Παράλληλα φτιάχνει ομάδα συμπαράστασης από φίλους που πηγαίνουν στο νοσοκομείο και τραγουδούν για τους στρατιώτες .
Η μητέρα και ο πατέρας είναι για το μικρό Βλάσση ηγετικές μορφές, σεβαστές. Η μάνα, κόρη παπά – δασκάλου, ο πατέρας Συνταγματάρχης, μια στέρεη προσωπικότητα στην υπηρεσία του καθήκοντος.
Είναι εκείνο το παιδάκι που ντύνεται παπαδάκι και ακολουθεί τον παππού στην Κυριακάτικη λειτουργία, που κάθε βράδυ προσεύχεται για το καλό όλων, που δίνει κουράγιο στη μάνα με τα γλύκα του λόγια : «Μην είσαι λυπημένη μανούλα κάνε κουράγιο, σε χρειαζόμαστε διπλά τώρα που λείπει ο πατέρας…..» (σελ.21).Είναι ο ίδιος που ξεφεύγει από ένα στούκας που τον κυνηγούσε, που ζει την πείνα και τη στέρηση αγαθών, που ζούσαν χιλιάδες άλλοι, που τα αντιμετωπίζει με θάρρος μεγάλο και με κίνδυνο της ζωής του, που ακούει τις αφηγήσεις του πατέρα για τις εμπειρίες του στους πολέμους και γέμιζε από περηφάνια για τον άξιο πάτερα, που συμμετέχει στην εύρεση τροφής και στην επεξεργασία της, που υψώνει το ανάστημα του στον άγριο Γερμανό γιατρό που έκανε κατάληψη του σπιτιού τους και του λέει: «Το σπίτι αυτό είναι δικό μας. Παραμέρισε να περάσουμε» (σελ.58), και σώθηκε τελικά από την παρέμβαση  του πατέρα του, που ζήτησε συγγνώμη.
Είναι εκείνο το παιδί που φροντίζει πάντα να κάνει το καθετί με τον πιο καλό δυνατό τρόπο, που ορμά πάνω στον Γερμανό και τον δαγκώνει όταν πήραν τον Μίμη τον αδερφό του για τη φυλακή. ( Τον είχαν κατηγορήσει  για αντιστασιακή δράση ). (σελ.76-77). Η αφοβία και η μεγάλη τόλμη του Βλάσση πολλές φορές είχε προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στους γονείς του. Για τις επιδόσεις του και τις όλες ενέργειες του, του είχαν δώσει το παρατσούκλι  «σαλταδόρος».  Ο Βλάσσης ήταν ο ριψοκίνδυνος και αυτό το ήξεραν όλοι και αυτό τον γέμιζε περηφάνια.(σελ.78)
Μέσα όμως από την εξιστόρηση του μικρού δεκάχρονου αγοριού του Βλάσση, η συγγραφέας παράλληλα και με διακριτικές παρεμβολές μας δίνει μια συνοπτική εικόνα της ιστορίας της δεκαετίας εκείνης με τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα, με την πιο αμερόληπτη κι αντικειμενική κατάθεση.
Το ένατο (9ο) κεφάλαιο περιέχει πολιτική ανάλυση μεγάλης σπουδαιότητας. Σε αυτό καταγράφεται και αναλύεται ο Διχασμός, τα πραγματικά γεγονότα, οι σχέσεις των ανθρώπων, οι ενστικτώδεις αντιδράσεις, συνδεδεμένα όλα με ουσιαστικές παραινέσεις της συγγραφέως, ξεπερνώντας τη συναισθηματική προσέγγιση. «Η γενιά  του 1940, ήταν μια ηρωική γενιά, που εξαγόρασε με θυσίες, πόνο, δάκρυα και θάνατο το δικαίωμα να ζούμε εμείς ελεύθεροι. Ήταν η γενιά των Ελλήνων που πίστεψε πως τελικά σ’ αυτό τον αγώνα θα νίκησε το δίκιο και η ελπίδα, θα νικήσει ο άνθρωπος. Σε αντίθεση με τη δική μας γενιά, που εβδομήντα χρόνια μετά, εδώ στη μικρή μέγιστη πατρίδα μας, που το δίκιο και η ελπίδα είναι προς εξαφάνιση, μόνο αγρυπνάει προς το παρόν…».(σελ.74).
Το Αλβανικό Έπος του 1940, η κατοχή, η πείνα, τα αντίποινα των κατακτητών, η βαρβαρότητα του εχθρού, ο εμφύλιος πόλεμος περνούν μες από τις σελίδες του βιβλίου ταχύτατα με πυκνότητα γραφής, ανθρώπινα με τα μάτια του ευαίσθητου πολίτη. Για τον δοσιλογισμό θα πει η συγγραφέας με παρρησία και με απόλυτο τρόπο: «Ο δοσιλογισμός ήταν στίγμα, ήταν ντροπή, έφερε το στίγμα της προδοσίας, ήταν αποτρόπαιο εθνικό φαινόμενο, ασυγχώρητο».(σελ.81-82)
Θα μας μιλήσει ακόμα, στη σελίδα 91, για “το χρέος το λεγόμενο « κατοχικό δάνειο», που μέχρι σήμερα  δεν αποπληρώθηκε και που ακόμα είναι ανοιχτό, αυτή η διατύπωση  «για μελλοντική χρήση» παραπέμπει ρητά στην υποχρεωτική πληρωμή, δίχως ημερομηνία λήξης, και που τότε μάλιστα με πολύπλοκους υπολογισμούς ανερχόταν – από τους ιδίους τους Γερμανούς εκτιμήθηκε – σε 476 εκατομμύρια μάρκα.
 Και το δυστύχημα είναι πως ενώ το είχαμε τόσα ανάγκη αυτό το χρηματικό ποσό, ποτέ δεν το απαιτήσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Από τότε, μέχρι αυτή τη μαύρη ώρα, που η πατρίδα μας βγήκε ζήτουλας στη χώρα που μας χρωστάει, όχι μόνο δεν απαιτήσαμε τα οφειλόμενα, αλλά υπάρχει δέσμευση στα μνημόνια να μην γίνει κανένας συμψηφισμός …”     
Θα μας καταθέσει ακόμη μεγάλες αλήθειες  και μια τραγική πραγματικότητα για τη χώρα μας, για την πατρίδα μας, για την Ελλάδα  και θα μας δώσει μια όψη απερίγραπτου ήθους, με τις σκέψεις και τις κρίσεις υψηλού πατριωτικού φρονήματος και συνεχίζει στην ίδια σελίδα (91):
“......…Κι αν ανακαλέσουμε τους σιγανούς ήχους  της μνήμης, τους πανηγυρικούς, τους γιορταστικούς, τους ελπιδοφόρους, στην Ευρώπη, όταν ελευθερώθηκε κι αφουγκραστούμε αυτούς, της δικής μας πατρίδας, η ψυχή μας θα πονέσει, θα γεμίσει θλίψη, θα οργιστεί. Γιατί  μέσα στο στρόβιλο της χαράς και της προσμονής  για ένα καλύτερο μελλούμενο για όλους τούς λαούς, μόνο η πατρίδα μας δε συμμετείχε.
Γονατισμένη από τη φτώχεια, κατεστραμμένη, μαυροφορεμένη από τους σκοτωμούς, διχασμένη από μίσος, που άλλοι στάλαξαν στην ψυχή της, προσπάθησε επί χρόνια να ρίξει βάλσαμο  στις ανοιχτές βαθιές πληγές της που αιμορραγούσαν. Τόσο ο πόλεμος και η κατοχή επί τεσσάρα σχεδόν χρόνια, όσο και ο εμφύλιος στη συνέχεια, αποδεκάτισαν και ξεσπίτωσαν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Τα θύματα ήταν πάρα πολλά. Η πείνα, οι φόνοι, η προσφυγιά, αποδεκάτισαν τον άμαχο πληθυσμό.   
Οι σύμμαχοι όχι μόνο μας άφησαν στην τύχη μας, αφού το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν πώς θα εξασφαλίσουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα με κάθε τρόπο και μέσο, έβαλαν το χέρι τους στον αδελφοκτόνο σπαραγμό που σαν Πόντιοι Πιλάτοι τον ονόμασαν «ελληνικό εμφύλιο».”
Αξίζει να τονίσουμε πως η συγγραφέας στο βιβλίο με τη μεστή, όμορφη, καλογραμμένη αφήγηση της μας δίνει μια πλήρη εικόνα της παραδοσιακής, ελληνικής, πολυμελούς οικογένειας, οπού δεσπόζουν τα ήθη, τα έθιμα, οι παραδόσεις και προ πάντων η αγάπη, η ενότητα, ο σεβασμός, αρχές και ιδανικά που καταξιώνουν  και στεφανώνουν την ανθρώπινη υπόσταση και την καθιστούν συμβατή με τις αρχές της κοινωνικότητας. Η οικογένεια κινείται το ίδιο άνετα και στους ρυθμούς της φύσης και της πόλης. Κοινό γνώρισμα και στα δύο η σύμπνοια τους που ήταν μεγαλύτερη από την αυτοσυντήρηση. Ακόμα η συμμετοχή όλων στις εργασίας της οικογένειας , η κατανομή αυτών  και η συνεργασία μεταξύ τους.
Ο πατέρας Συνταγματάρχης καταγόμενος από μια μεγάλη οικογένεια της Μάνης ευτύχησε να δει τα παιδιά του και να τα καμαρώσει: Τον Βλάσση και τον Μίμη αξιωματικούς του στρατού, τον Θοδωρή στρατιωτικό γιατρό και την κόρη του την όμορφη Ελένη καθηγήτρια φιλόλογο με σπουδές στη μουσική και στη φιλοσοφία.(σελ.109).
Στον επίλογο  του βιβλίου της η συγγραφέας μας αποκαλύπτει, πως το μικρό 10χρονο αγόρι, είναι ο αγαπημένος της σύντροφος Βλάσσης, που το ονόμασε «Το παλικαράκι του ήλιου» και αυτό όχι τυχαία, γιατί πραγματικά σε μια τραγική εποχή για την πατρίδα μας, άνθρωποι, σαν τον μικρό Βλάσση υπήρξαν φως, ζεστασιά, παρηγοριά κι ελπίδα.
Έτσι το βιβλίο, εκτός από τη λογοτεχνική του αξία, έχει και μια άλλη προσωπική διάσταση, αυτή του αντικειμένου αφιέρωσης. Με αυτό το βιβλίο εκδηλώνει απερίφραστα την αγάπη προς τον σύντροφο της.
Η δημιουργός σχεδίασε το έργο. Έβαλε στο χαρτί ότι ήταν δυνατό να αποδοθεί με λέξεις. Οι λέξεις όμως δεν μπορούν παρά να εκφράσουν ένα μέρος του ονείρου. Τα υπόλοιπα δεν είναι στο χειρόγραφο. Δημιουργούνται μέσα μας και λαμβάνονται ως μηνύματα και ως διαπιστώσεις:  
Α) Η ιστορία  γράφεται και αποτελείται από μικρές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων που τις βιώνουν και δημιουργούν την μεγάλη ιστορία. Άνθρωποι που είναι μεταξύ μας και την κατάλληλη στιγμή αποκαλύπτουν το μεγάλο μέγεθος τους.
Β) Το βιβλίο αποτελεί πηγή πληροφοριών για το ρόλο πολλών ανθρώπων της Κορινθίας  αλλά και για τη μετάδοση του πνεύματος του ηρωισμού που υπήρχε σε κάθε ελληνική οικογένεια. Εδώ θέλω να σταθώ λίγο στο πατριωτικό ρόλο που έπαιξε η οικογένεια Κοτσερώνη, και ειδικά ο πολιτικός μηχανικός Κοτσερώνης που παντρεύτηκε μια Γερμανίδα, στη διευκόλυνση, εξυπηρέτηση και σωτηρία πολλών Κορινθίων. Ακόμα τον ρόλο της Εκκλησίας της Κορίνθου στη διανομή των τροφίμων που κάλυπταν τις ανάγκες των οικογενειών σε αλευρά κυρίως.
Γ) Μέσα από το βιβλίο καταγράφονται οι αρχές και οι αξίες μιας μέσης ελληνικής οικογένειας που μπολιάζει τα μέλη της με τις αρχές της ελευθερίας και του πατριωτισμού.
Δ) Πιστοποιείται έμπρακτα και γραπτά η συνέχιση των αρχών και των παραδόσεων . Η οικογένεια του μικρού Βλάσση πήρε τη σκυτάλη των αξιών από τους γονείς της και την μεταφέρει στα παιδιά της.
Ε) Στέλνει μήνυμα για τις δυνατότητες του ανθρώπου, του Έλληνα να επιζεί και στις πιο δύσκολες στιγμές, με όπλο τη συντροφικότητα, τη συνοχή και την αλληλεγγύη. (σελ.116,στο ποίημα της οργής)
ΣΤ) Ακόμα η συγγραφέας μας προτείνει και τώρα που έχει έλθει η μεγάλη κρίση, όπου η τόλμη και η αποφασιστικότητα ζητούνται, μας δίνεται η ευκαιρία να σταθούμε αντιμέτωποι με το παρελθόν, με τον εαυτό μας, με το μέλλον μας. Είμαστε εμείς που πρέπει να αποφασίσουμε, σε μια αδιάκοπη ενδόμυχη περισυλλογή, και είμαι σίγουρος ότι, την κατάλληλη στιγμή θα γίνουμε και εμείς παλικαράκια του φωτός.
Ζ) Το μεγαλείο του πολιτισμού ενός λαού είναι πάντοτε ανάλογο με την καθαρότητα και το βάθος της μνήμης του. Έτσι εμείς οι Έλληνες, με την πολύχρονη ιστορία μας, είμαστε άξιοι της αποστολής μας όσο βαθαίνει η γνώση και η συνείδηση που έχουμε για την ιστορία μας αυτή.
Η) Για τη συγγραφέα που λατρεύει τη χαρά της ζωής και γνωρίζει καλώς την αξία της, στον επίλογο του βιβλίου περιέχεται και η λύση του σημερινού δράματος “Αρκεί να αγωνιστούν και αυτά με τη σειρά τους και να αντισταθούν” μας προτείνει.(σελ.117)
Θ) Γιατί το κύριο πρόσωπο του έργου ο μικρός Βλάσσης είναι ένας ήρωας; Τι τον ξεχωρίζει από τα άλλα παιδιά; Πώς από μικρό Ελληνόπουλο έγινε ένας καλός Έλληνας;
Είναι λίγα από τα ερωτήματα που διατυπώνονται από τον αναγνώστη του βιβλίου. Ο μικρός Βλάσσης ήταν ένα συνηθισμένο παιδί της εποχής του, όπως και τα άλλα παιδιά.
Τον χαρακτηρίζουν μικρές ηρωικές, καθημερινές πράξεις. Έβγαζε το ψωμί του με τον ιδρώτα του, έκανε ομάδες συμπαράστασης, φρόντιζε τους αρρώστους, τραγουδούσε τα σατυρικά τραγούδια της Βέμπο, έκλεβε και μοιραζόταν με τα αδέλφια του τα καρύδια, που είχε κλέψει βιαίως ο Γερμανός γιατρός, άκουγε ραδιόφωνο και άλλα πολλά. Συμμετείχε στα προβλήματα της οικογένειας του, με το δικό του αποτελεσματικό ελεύθερο τρόπο, με τη δική του σκέψη. Έτσι η εξέλιξη του, ο μετασχηματισμός ήλθε πολύ εύκολα και γρήγορα.
Βασίστηκε και ενισχύθηκε από τις αρχές της οικογενείας του. Κυρίως όμως από τα πλούσια συναισθήματα – τα οποία είναι μεν κοινά σε κάθε άνθρωπο- στον ίδιο όμως παρουσιάζονται στην πιο ψιλή και οξεία μορφή.  
Και έτσι ο μικρός Βλάσσης έπαψε να είναι άτομο, το ξεπέρασε έγινε πρόσωπο. Αυτό βρίσκει εφαρμογή στο λεχθέν από τον Ηράκλειτο «Ήθος ανθρώπω δαίμων». Το ήθος είναι ο θεός, η μοίρα του ανθρώπου. Αυτό το ήθος, τον ηθικό πλούτο, μαζί με το ψυχικό σθένος, την ευθύνη και τον πόνο για τους άλλους συγκεντρώνει ο μικρός Βλάσσης. Εξ’ άλλου είχε μεγαλώσει σε ένα αντίστοιχο περιβάλλον, σ’ ένα σύστημα αξιών που περιείχε το ηρωικό ήθος, ως ιδανικό. Ήταν ακόμα ο καιρός, η εποχή που έδινε τέτοια πρότυπα.
Συγχαίρουμε τη συγγραφέα για το αξιόλογο συγκινητικό και θαυμάσιο αυτό διήγημα της και της ευχόμαστε να δημιουργεί πάντα με την ευαισθησία και την ανθρωπιά που την διακρίνει. Σε μια αιχμηρή εποχή η δημιουργός έχει αφήσει την καρδιά της  ελεύθερη και ελεύθερα στοχάζεται και γράφει. Την ευχαριστούμε όμως ιδιαίτερα διότι μας χάρισε μια απλή, υπαρκτή, πραγματική και αληθινή ιστορία και μας έκανε να γνωρίσουμε την εποχή και την κοινωνία έτσι ώστε :
“ όσο γνωρίζεις  πιο καλά
τόσο αγαπάς πιο πλέρια”.
Όπως λέγει ο μεγάλος ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς. Έτσι πιο πλέρια γίνεται η αγάπη όλων μας προς την πατρίδα μας, προς την Κόρινθο, προς τους ανθρώπους της και κυρίως προς τη συγγραφέα, την αγαπητή Παυλίνα Μπεχράκη, τον μικρό ήρωα τον Βλάσση Μπεχράκη και την οικογένεια τους.
Όσο είμαστε πιο πιστοί θεματοφύλακες των συσσωρευμένων εμπειριών του παρελθόντος, τόσο γινόμαστε πιο ελεύθεροι πλάστες του μέλλοντος.  

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ε. ΠΑΠΑΦΩΤΙΟΥ
ΑΝΤΙΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου