«Κι
εγώ θέλω με τη σειρά μου να ευχαριστήσω την κα Δημοπούλου για τη δηλωμένη
εμπιστοσύνη στο προσωπό μου να παρουσιάσω πτυχές από το βιβλίο της, με τίτλο: "ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ - ΠΙΝΑΚΕΣ ΤΟΥ ΠΙΤΣΑ -
ΔΙΑΧΡΟΝΙΕΣ". Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για εμένα, η οποία γίνεται
ακόμη μεγαλύτερη, με τη συμμετοχή της καθηγήτριας Πανεπιστημίου κας Δαλιανούδη και
της αρχαιολόγου προϊσταμένης της Εφορείας
Αρχαιοτήτων Κορινθίας κας Κασίμη που διακονούν το χώρο της Παιδείας και της Αρχαιολογίας
αντιστοίχως. Επιπλέον, ζητάω την επιείκεια σας για την τυχόν ανεπαρκή προσέγγιση
του θέματος τούτου, που θα οφείλεται καθαρά στην προσωπική αδυναμία και όχι σε
αυτή του βιβλίου.
Το
βιβλίο-έρευνα, με δέος και μεράκι, πραγματεύεται κυρίως τους τέσσερις
χρωματιστούς Πίνακες, μοναδικές φορητές εικόνες της αρχαιότητος, που βρέθηκαν στα
Πιτσά Κορινθίας, σε σπήλαιο του όρους Χελιδορέα, σε υψόμετρο περίπου 1.000
μέτρων, αφιερωμένο στις Νύμφες, που είναι γνωστό σήμερα ως Σπηλιά του ‘Σαφτουλή’.
Η Δικαιοσύνη του χρόνου, κατά την ανασκαφή του 1934 μαζί με τους πίνακες απεκάλυψε
κτερίσματα που γέμισαν οκτώ κιβώτια αφιερώματα
και τα οποία κυρίως εικονίζουν γυναικείες θεότητες, επίτοκες γυναίκες, ειδώλια
του Πανός, του Διονύσου και της Δήμητρας. Μέσα από τους πίνακες ζωγραφικής, τα
οποία κατά την συγγραφέα είναι φωτεινά παράθυρα, μπορούμε να ατενίσουμε μία
ζώσα αρχαία κοινωνία με τις διαχρονικές διαστάσεις της.
Πολλά
σύγχρονα θέματα δείχνουν ότι υπάρχει μία αδιάσπαστη συνέχεια ανάμεσα στον
αρχαίο και στο νέο πολιτισμό, με εκφράσεις του αρχαίου να έχουν μεταφερθεί στο
νέο. Έτσι, πολλά από τα αρχαία προβλήματα ερμηνεύονται από τα γνωστά
νεοελληνικά ισχύοντα. Μεταξύ αυτών και η τέχνη.
Αν δεν ήταν η τέχνη, θα ήταν πολύ δύσκολο να
φθάσει σε εμάς αλώβητο το πνεύμα της παράδοσης. Θα μας έμεναν πολλά κενά και
άλλα θα είχαν κατανοηθεί ατελώς. Αυτή η τέχνη που αποτυπώνεται στους πίνακες
του Σπηλαίου των Πιτσών αναφέρεται στο βιβλίο της συγγραφέως Σωτηρίας
Δημοπούλου, σε πυκνή θεματογραφία, έντονη ερευνητική διάθεση και συγκροτημένη
δομή. Ξεχώρισμα και διάκριση της συγγραφέως είναι ότι δεν κλείνεται σε μία
μελέτη, σ’ ένα βιβλίο. Κινείται πάνω στο ανθισμένο και αιώνιο κάμπο της παράδοσης,
με το διπλό νόημα Ελληνισμός & Ορθοδοξία, χρησιμοποιώντας ένα μοναδικό
εργαλείο την Αγάπη.
Η
συγγραφέας μέσα από το πόνημα της, το οποίο αποτελεί κατάθεση ψυχής και Αγάπης
στη γενέτειρα γη, μεταφέρεται στο παρελθόν και το οποίο σε σύνδεση με το παρόν
δύναται να αποτελεί την απαρχή αναγέννησης του Ελληνικού πνεύματος.
Στο
άρτιο βιβλίο με έγχρωμες φωτογραφίες, οι πλούσιες σημειώσεις 204 τον αριθμόν, η
μεγάλη βιβλιογραφία από 67 συναφή βιβλία, τα 147 δελφικά παραγγέλματα μας
βεβαιώνουν το ανωτέρω.
Βιώνουμε,
μέσα από το βιβλίο, την ακριβή επιστημονική γνώση και θεώρηση των αρχών των
Ελληνικών θεμάτων. Γνώσεις που αναφέρονται σε αξίες που διαπλάθουν την
κοινωνία, που διαπλάθουν τον άνθρωπο ως πλάστη και πλάσμα της κοινωνίας. Γενικά
κάθε βιβλίο αποτελεί τον προθάλαμο για το επόμενο.
Έτσι
το πόνημα της κας. Δημοπούλου αποτελεί προθάλαμο με πολλά ανοίγματα τα οποία θα
αποτελέσουν αφορμή για νέες δημιουργίες, για τη συγγραφή πολλών βιβλίων, ιδιαίτερα
στα θέματα της Διαχρονίας σαν έκφραση της πολιτισμικής και γλωσσολογικής
αντίληψης της Συνέχειας του τόπου τούτου. Θέματα τα οποία είναι δύσκολα και θα έλεγα και συνάμα
επικίνδυνα. Επιβάλλεται να βλέπουμε τα πράγματα στα αληθή μέτρα τους, να οριοθετήσουμε
την εθνική αυτοσυνειδησία μας χωρίς υπερβολές και χωρίς εργαλειοποίηση της
κληρονομιάς μας, έχοντες υπόψη ότι οι λαοί αντρειώνονται μόνο όταν τιμούν ‘εν αληθεία’ την εθνική τους παράδοση και
ζωή.
Σε
πολλά θέματα που αναπτύσσονται στο βιβλίο φαίνεται ότι υπάρχει μια αδιάσπαστη
ενότητα ανάμεσα στον αρχαίο και στο σημερινό πολιτισμό.
Εκφράσεις
του αρχαίου βίου μεταφέρονται στο νέο.
Με τη βοήθεια της ζωγραφικής
παράστασης των πινάκων θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε πλευρές της καθημερινής
ζωής των Ελλήνων και ειδικότερα τα ήθη και τα έθιμα που συνδέονται με τις
θρησκευτικές δοξασίες και τις λατρευτικές συνήθειες που έχουν υπερτοπικό χαρακτήρα.
Ας
περιορισθούμε σε μερικά από τα θέματα που αναφέρονται στο βιβλίο της κας.
Δημοπούλου και ειδικά σε
θρησκευτικές δοξασίες και τελετές λατρείας των Αρχαίων Ελλήνων. Μεταξύ των
ευρημάτων στα Πιτσά ήταν και τέσσερις αναθηματικοί πίνακες ζωγραφικής της Αρχαϊκής
εποχής, του 6ου π.Χ. αιώνα, ένας εκ των οποίων είναι ο καλύτερα διατηρούμενος
και ο οποίος απεικονίζει λατρευτική οικογενειακή τελετή, προσφορά- θυσία στις
Νύμφες «ανέθηκεν ταις Νύμφες». Η
θυσία στους θεούς αποτελούσε θεμελιώδη λατρευτική εκδήλωση της θρησκευτικής
ζωής των Ελλήνων, με μεγάλη διάδοση της λατρείας των Nυμφών σε σπήλαια. Στον πίνακα διακρίνεται
η πομπή λατρευτών με επίσημη ενδυμασία που πλησιάζουν στον αναμμένο βωμό, που
είναι το κέντρο της λατρείας, για τη προσφορά- θυσία ενός αμνού που στη
συνέχεια θα ακολουθούσε κρεοφαγία.
Ο 6ος αιώνας προ Χριστού
είναι αιώνας μετασχηματισμού που οδηγεί στον κλασσικό και χρυσό 5ο
αιώνα.
Για την Κορινθία είναι μία ανθηρή
και δημιουργική εποχή.
Ήδη οι θεοί έχουν γίνει πιο ανθρώπινοι,
σιγά-σιγά αποσύρονται στο βάθος και με την ύπαρξη τους τονίζουν το αδιέξοδο του
ανθρώπου. Επί πλέον τέχνη έχει διαγράψει πορεία που έχει καταλήξει στη
δημιουργία θεσμών που δημιουργούν κανόνες και πλαίσιο σε κάθε ζωγραφική
δημιουργία.
Το δε σπήλαιο ήταν ιερός τόπος,« πάντα πλήρη θεών και δαιμόνων», που
θεωρούνταν ότι κατοικούσαν υπερφυσικές δυνάμεις, ουράνιες, χθόνιες ή και ήρωες.
Εκτός από τη θυσία και την υγρή
προσφορά έχουμε τις προσευχές και τη μουσική που συμπληρώνουν την τελετουργία του
πίνακα. Γενικά η τοπική λατρεία στα σπήλαια αποτελεί μέρος της ουσίας της Ελληνικής θρησκείας η οποία
παρέμεινε ως το τέλος της αρχαιότητος κέντρο της θρησκευτικής ζωής. Συγχρόνως τα
σπήλαια αποτελούσαν διαχρονικά ένα ιδιαίτερο περιβάλλον δραστηριοποίησης των
κοινωνικών ομάδων.
Η ανάλυση του πίνακα αποτελεί για
μάς μία διαδικασία αυτογνωσίας και ένα μηχανισμό παρρησίας καθόσον από αυτόν
αντλούμε μορφή, κανόνα τελετουργίας και συμπεριφοράς. Τον πίνακα αυτόν που
φωτογραφίζει τον χρόνο, δυνάμεθα να τον θεωρήσουμε ως μία σκηνή της Ελληνικής
Διαχρονίας στην οποία μαζί με την γλώσσα θα αναφερθώ.
Δυόμισι
χιλιάδες χρόνια πριν, στα Πιτσά βλέπουμε μία πομπή να προχωράει προς το σπήλαιο
με τα ίδια δέντρα γύρω από αυτό, με τους ίδιους κήπους, με την ίδια βλάστηση, με
τις ίδιες στέρνες και πεζούλες. Και σήμερα εμείς έχουμε την ίδια αίσθηση του
φυσικού κόσμου που χαρακτηριστικά μένει και παραμένει αναλλοίωτη από τα χρόνια
εκείνα μέχρι τις μέρες μας.
Ελληνικά στοιχεία βρίσκονται όχι μόνο στα αρχαία γλυπτά, στα
αρχαία κείμενα, στα Βυζαντινά έργα και μωσαϊκά, στα βιβλία αλλά βρίσκονται
ζωντανά στα ήθη και έθιμα του λαού μας,στη θρησκεία, στους χορούς, στα
τραγούδια, στις προλήψεις, στα μοιρολόγια, στα πανηγύρια.
Εκεί όπου ζουν οι Έλληνες, στην
πατρίδα αλλά και εκτός αυτής.
Αποτελούν λοιπόν η γλώσσα, η πίστη
μας, οι λαϊκοί χοροί και τα τραγούδια τη πεμπτουσία της ιστορίας μας, την οποία
κανένας κατακτητής δεν μπόρεσε να αφαιρέσει. Συγχρόνως είναι και παραμένουν οι
διαχρονικοί συνδετικοί κρίκοι που δημιουργούν πάντα τη συνέχεια στο Έθνος,
στους Έλληνες.
Για τους Έλληνες δεν αγνοούνται
βεβαιότητες του παρελθόντος ούτε παύουν να θεωρούνται αυτές ότι δεν είναι κληρονομιά
του.
Το ένδοξο παρελθόν με το πέρασμα των
αιώνων έχει εισέλθει στη καθημερινότητα των ανθρώπων. Γίνεται όμως προσαρμογή
και ανασήμανση των συμβόλων στη νέα χριστιανική πραγματικότητα. Σύμβολα και
πρότυπα του παρελθόντος σημαίνονται με νέα σημασία και περιεχόμενα. Ομοιότητες
και παραλληλισμοί μας οδηγούν σε επιβιώσεις της αρχαίας λατρείας προσαρμοσμένες
στη χριστιανική πραγματικότητα. Εκεί που είχαμε πίνακες ζωγραφικής, τώρα στη
νέα πίστη στο Χριστιανισμό έχουμε την Εικόνα τη συμβολική βεβαίωση της
παρουσίας του Θεού και των Αγίων ανάμεσα μας.
Η αιματηρή θυσία αντικαθίσταται με την
αναίμακτη.
Τα μουσικά όργανα αντικαθίσταται με νέα όργανα
λιγότερα ηχηρά.
Οι Νύμφες μεταμορφώνονται σε
πεντάμορφες νεράιδες, τα αναθήματα σε τάματα, η εγκοίμηση ως θεραπευτική
μέθοδος στα Ασκληπιεία δίνει τη θέση της στην ίδια μέθοδο στα προαύλια των ναών
των Αγίων Αναργύρων. Αρχαίες πρακτικές όπως ομαδική κατανάλωση ψητών κρεάτων
και αντίστοιχες οσμές στα πανηγύρια με αντίστοιχους χορούς παραμένουν σε ισχύ
στις μέρες μας.
Τοιχογραφίες με παραστάσεις χορού όπως
στο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής στο Σοφικό Κορινθίας και μορφές αρχαίων
φιλοσόφων στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Φιλανθρωπινών στο νησάκι Ιωαννίνων,
έχουν ενταχθεί στα εικονογραφικά προγράμματα των εκκλησιών εδώ και αρκετούς
αιώνες.
Τα σπήλαια αποτελούν βασικό χωρικό
συνδετικό στοιχείο όπου αρχαίοι λατρευτικοί χώροι εξελίσσονται σε
Σπηλαιο-Εκκλησίες, σε Μονές, σε Ασκηταριά και σε Αναχωρητήρια.
Γενικά συνυπάρχουν αρχαία λατρευτικά
έθιμα σε χριστιανικές εορτές.
Βέβαια στις παραπάνω εκδηλώσεις δεν
υπάρχει πλέον θεολογικό περιεχόμενο παραμένει όμως σε ισχύ ο κοινωνικός
χαρακτήρας.
Ο πίνακας φέρει επιγραφές «επί τα λαιά» σε αλφαβητικό σύστημα γραφής και σε Κορινθιακό
αλφάβητο που αναφέρονται ονόματα και η καταγωγή του ζωγράφου (Κορίνθιος).
Το Κορινθιακό αλφάβητο ήταν το περισσότερο
διαδεδομένο στον Ελλαδικό χώρο στο διάστημα 8-6ος π.Χ. αιώνες.
Οι επιγραφές είναι σε μεγαλογράμματη
γραφή χωρίς κενά διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, χωρίς τόνους και σημεία
στίξης.
Με το καράβι της γλώσσας κινήθηκαν
οι Έλληνες στους ορίζοντες της Μεσογείου ακολουθώντας το τρίπτυχο Γλώσσα,
Ναυτοσύνη, Διασπορά και κάθε φορά η γλώσσα να εξελίσεται, να πλάθεται και να
προσαρμόζεται στις καινούργιες απαιτήσεις χωρίς ιστορικά ρήγματα.
Έτσι η γλώσσα των Ομηρικών Επών εξελίσσεται στην Ιωνική,
στην Αττική Διάλεκτο, στην Κοινή Αλεξανδρινή η οποία καθίσταται η βάση της
Βυζαντινής και της γλώσσας των Πατέρων της Εκκλησίας για να καταλήξει στην Νεοελληνική
Κοινή και ομιλούμενη σήμερα.
Από τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, τους
τραγικούς, στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, στον Ρωμανό τον Μελωδό, στον Διονύσιο
Σολωμό και στον Ελύτη.
Από τον Ηράκλειτο, τον Θουκιδίδη,
τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη στον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα, στον Μιχαήλ Ψελλό
και στον Χρυσολωρά.
Από την Επική ποίηση και τη Λυρική, τους
ύμνους, τα χορικά, στα βυζαντινά δημώδη, στα κείμενα και τραγούδια γεμάτα
ποικιλία και ιδιομορφία του Διγενή
Ακρίτη και στα δημοτικά τραγούδια.
Η γλώσσα-διάλεκτος της κάθε περιόδου
αποτελούσε και ήταν μήτρα για την επόμενη στην οποία μετέφερε τον πλούσιο
εννοιολογικό οπλισμό της.
Η πιο υψηλή δημιουργία του Ελληνικού
λαού είναι η τραγωδία. Από τη λέξη τραγωδία παράγεται η λέξη τραγούδι, σχέση η
οποία δεν περιορίζεται μόνο στην προέλευση αλλά επεκτείνεται σε συγκεκριμένους
δεσμούς μεταξύ της αρχαίας τραγωδίας και του Δημοτικού τραγουδιού.
Κατά τους Fauriel και
Κυριακίδη οι ρίζες του Ελληνικού δημοτικού τραγουδιού βρίσκονται στην ελληνική
αρχαιότητα. Η συγκριτική μελέτη κειμένων των Δημοτικών τραγουδιών και των
τραγουδιών της Μυκηναϊκής και της Αρχαίας Ελληνικής και της Μεσαιωνικής
Ελληνικής δείχνει ότι υπάρχουν σχέσεις και νήματα τα οποία άλλοτε είναι ορατά
και άλλοτε εννοούνται και τα οποία συνδέουν τις εποχές. Υπάρχουν συγκεκριμένοι
παραδοσιακοί δεσμοί ανάμεσα στην αρχαία τραγωδία και στο Δημοτικό τραγούδι. Οι
δεσμοί αυτοί δεν πρέπει να εξετάζονται ως προς τις εξωτερικές ομοιότητες αλλά
ως προς την εσωτερική δομή του ποιητικού κειμένου.
Τα Δημοτικά τραγούδια δεν είναι
παράλληλες και ανεξάρτητες δημιουργίες ως προς τα τραγούδια της αρχαιότητας,
απεναντίας συνδέουν τη μία εποχή με την άλλη και δίνουν σοβαρά στοιχεία για τη
διαχρονική συνέχεια του Ελληνισμού στο πλαίσιο ενός είδους συνάφειας.
Το βιβλίο της κας Δημοπούλου, ως
δίαυλος με το παρελθόν, αναφέρεται σε ένα κόσμο που ο χαλαστής χρόνος στο
περασμά του τον ξεθώριασε. Δεν αφήνει όμως να τον σβήσει και να τον θάψει στο
πυθάρι της λησμονιάς. Είναι ο κόσμος του παρελθόντος που έχει αφήσει ίχνη στο σήμερα τα οποία μας
καλεί η συγγραφέας να βρούμε, να περπατήσουμε. Ούτε το βιβλίο εξυπηρετεί μία απλή και τοπική
αρχαιομάθεια αλλά αφορά, ως ερευνητικό, στο άμεσο παρόν και στο μέλλον, στον
ίδιο τον εαυτό μας, στην υπόστασή μας ως πρόσωπα και Έθνος.
Να συγχαρούμε και να ευχαριστήσουμε την κα Δημοπούλου
Γιατί μέσα από το βιβλίο αναδύθηκε
το παρελθόν, που γίνεται μέσον για να ενταχθεί στο παρόν και να σηματοδοτήσει
το μέλλον.
γιατί μέσα από το βιβλίο
αφουγκραστήκαμε το καλπασμό των αιώνων
γιατί από το βιβλίο αποκαλύφθηκαν
νέα δεδομένα που εγείρουν ερωτήσεις και απαιτούν απαντήσεις.
Να επαινέσουμε και να ευχαριστήσουμε την κα Δημοπούλου
γιατί υποψιαστήκαμε το Απολλώνιο φώς
και ιχνηλατήσαμε τη Διονυσιακή μέθεξη
γιατί ανακαλύψαμε το πνευματικό
τοπίο του σπηλαίου γεμάτο χρώματα και ήχους
γιατί υποψιαστήκαμε τον ρόλο του
σπηλαίου στη δόμηση του κοινωνικού περιβάλοντος
γιατί καταλάβαμε ότι τα χώματα μας είναι
συγκοινωνούντα
και αυτά που φαντάζουν ξένα και μακριά
κάποια στιγμή γίνονται δικά μας και πολύ κοντά.
Έτσι είναι και τα χώματα των Πιτσών,
τα δικά μας χώματα.
Δεν φτάνουν όμως αυτά τα
συμπεράσματα, αυτά πρέπει να γίνουν φωτεινοί σηματοδότες , να μπουν στην
καθημερινή ζωή μας, στη βιωτή μας.
Από εμάς εξαρτάται .
Έχουμε τη Γνώση.
Έχουμε τη θέληση;;;
Σας ευχαριστώ πολύ.»
Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Οικονομολόγος Ε.Κ.Π.Α.